- συναφήν
- συναφήconnexionfem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξυναφήν — συναφήν , συναφή connexion fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναφή — η, ΝΑ [συνάπτω] σύναψη, σύνδεση, συνένωση αρχ. 1. αστρολ. α) σύζευξη τών αστέρων β) προσαρμογή αστέρα στα πεπρωμένα ενός ατόμου την οποία κάνει αστρολόγος γ) (για τον γαλαξία) διακλάδωση 2. (για ποταμούς) συμβολή 3. σαρκική επαφή, συνουσία 4.… … Dictionary of Greek